- ταπεινωθήσεται
- будет приниженбудет принижена
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ταπεινωθήσεται — ταπεινόω lower fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταπεινώνω — ταπεινῶ, όω, ΝΜΑ [ταπεινός] μτφ. μειώνω κάποιον, θίγω την υπερηφάνειά του, τόν εξευτελίζω νεοελλ. μέσ. ταπεινώνομαι μειώνεται η υπόληψά μου μσν. αρχ. 1. καθιστώ κάποιον μετριοπαθή, μετριόφρονα («ὅστις ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις… … Dictionary of Greek
υψώνω — ὑψῶ, όω, ΝΜΑ [ύψος] 1. σηκώνω ψηλά, εγείρω, ανεβάζω 2. μτφ. εξαίρω, εξυμνώ, επαινώ («ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «υψώνω φωνή» διαμαρτύρομαι έντονα β) «υψώνω την φωνή» μιλώ πιο δυνατά γ) «υψώνω την σημαία τής… … Dictionary of Greek